- καλοθέλεια
- καλοθέλεια, ἡ (AM) [καλοθελής]καλή διάθεση, ευμένεια, καλοσύνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοθέλεια — goodwill fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοθελείας — καλοθελείᾱς , καλοθέλεια goodwill fem acc pl καλοθελείᾱς , καλοθέλεια goodwill fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοθέλειαν — καλοθέλεια goodwill fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek